- σαμπρέλα
- η, Ν1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος2. σφαιρικός θάλαμος γεμάτος αέρα, που τοποθετείται στο εσωτερικό μιας μπάλας ποδοσφαίρου, υδατοσφαίρισης, πετοσφαίρισης κ.ά. αθλημάτων, για να διατηρεί την σταθερότητα τού όγκου και την ελαστικότητά της.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος από το γαλλ. chambre aair].
Dictionary of Greek. 2013.